Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βουρκάζω »

Ρήμα

Σημασία:

μπαγιατεύω. Συνήθως στο τρίτο ενικό ("βουρκάζει") για το αβγό που γίνεται κλούβιο.