Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βουρκάρης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. αυτός που φτιάχνει «βούρκες». 2. αυτός που κρατάει τη «βούρκα».

Συνώνυμα:

Βούρκατζ̌ης, Βουρκάτορας (ο)