Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βούρνα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. λεκάνη. 2. πέτρινη ή μαρμάρινη ποτίστρα. 3. μεγάλο, μακρόστενο και βαθουλό σκεύος για το πλύσιμο των ρούχων ή για ζύμωμα.

Συνώνυμα:

Γούρνα (η)