Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βρουτζ̌έλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βρασ̌ιόλα (1. ξύλινο ή μεταλλικό στεφάνι για να δένει μαζί κανείς πολλά πράγματα. 2. το στεφάνι που συγκρατεί τα πλάγια σανίδια του βαρελιού).