Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βρώμα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η κακοσμία. 2. η ακαθαρσία. 3. μτφ. η ανήθικη γυναίκα.

Συνώνυμα:

Βρώμος, Ζόλος, Ζόολος (ο)