Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βυζάκα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. τό βότσαλο, το χαλίκι. 2. μεγάλη λία πέτρα.

Συνώνυμα:

Βύζακος (ο)