Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Γάαρος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. ο γαϊδαρος. 2. υβριστικά ο αφιλότιμος, ο αγροίκος, ο αγενής.
Ετυμολογία:
μεσαιων. γαϊδάριον <αραβ. gadar=σκληρότητα, καταπίεση (από τον βάναυσο συνήθως τρόπο συμπεριφοράς προς το ζώο)
Συνώνυμα:
Γάδαρος (ο), Γαούριν (το), Γάρος (ο)