Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γαδίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το δαδί, εύφλεκτο κομμάτι δέντρου (συνήθως πεύκου) που έχει ρητίνη.

Ετυμολογία:

αρχ. δαδίον (το), υποκορ. του δας (η) =η δάδα.

Συνώνυμα:

Δαδίν (το)