Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γα(δ)ουροδήννω »

Ρήμα

Σημασία:

δένω γαΐδαρο.

Ετυμολογία:

γάδαρος (βλ. γάαρος) + δήννω (<δένω)