Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γαζίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η πυκνή ραφή με ραπτομηχανή.

Ετυμολογία:

Από το νεοελληνικό γαζί (το), αβέβαιου ετύμου. Πιθ. αραβ. kazz (=μετάξι)