Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γανωτής (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γανωματζ̌ής (ο γανωματάς, ο τεχνίτης που γάνωνε τα χάλκινα σκεύη).