Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαβάτσινος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο καρπός της μουριάς, το βατόμουρο, το μούρο

Ετυμολογία:

μεσαιων. βάτσινον<αρχ. βάτος από όπου και το τουρκ. babatsino/vavatsino. Σύμφωνα με άλλη, λιγότερο πειστική, εκδοχή από το βα(μ)βάκινος λόγω της μαλακότητάς του (Γλωσσάριον Γεώργιου Λουκά. Στο: Κυπρή 2002, σελ.81).