Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βάγια (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η υπηρέτρια.

Ετυμολογία:

μεσαιων. βαϊα <λατιν. bajulus =αχθοφόρος

Συνώνυμα:

υπηρέτρια