Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Βάζος (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. κανάτα, γυάλινη ή πήλινη για νερό. 2. πήλινο, γυάλινο, ανοικτό δοχείο, που το χρησιμοποιούμε συνήθως ως διακοσμητικό, για τοποθέτηση λουλουδιών κ.λπ.
Ετυμολογία:
νεοελ. βάζο< ιταλική vaso < λατινική vasum