Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαρβάτος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

1. ο δυνατός. 2. με σεξουαλικό δυναμισμό 3. σπουδαίος.

Ετυμολογία:

ελληνιστική κοινή βαρβᾶτος < λατ. barbatus