Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Βάργια (η) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. ομάδα εργαζομένων που εναλλάσσεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε συνεχή εργασία, υπηρεσία 2. η εργασία, υπηρεσία, λειτουργία που εκτελείται με εναλλαγή κατά διαστήματα.
Ετυμολογία:
βεν. vardia
Συνώνυμα:
Βάρδια (η)