Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαρκάρω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. βαρκαρίζω [1. είμαι ετοιμοθάνατος (έτοιμος να πάρω τη βάρκα του χάροντα). 2. μπαρκάρω].