Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαρσαμόχορτον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

Πολυετές φυτό που φύεται σε ξηρές περιοχές.

Συνώνυμα:

βαλσαμόχορτο, λεισηνόχορτο