Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαρυκαρτίζω »

Ρήμα

Σημασία:

1. στενοχωρώ κάποιον με τα λόγια ή τη συμπεριφορά μου (ως μεταβατικό). 2. πικραίνομαι από τη συμπεριφορά άλλων (ως αμετάβατο).