Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βαστάχνω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. βαστάγνω (1. κάνω υπομονή. 2. ανέχομαι. 3. βασανίζομαι, υποφέρω).