Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βερκολάουδον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο μικρός λαγός. 2. βλαστός τρυφερός και ευλύγιστος.

Συνώνυμα:

βερκολάουον (το)