Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βλεπάτουρας (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βιγλάτουρας (ο φύλακας, ο στρατιώτης, ο υπερασπιστής).

Συνώνυμα:

Βικλάρης, Βλεπιός, Γλεπάτουρας (ο)