Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βλούιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βλούδιν [1. η φλούδα. 2. Πορώδες πολυετές φυτό του οποίου τη φλούδα χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη (π.χ. στην κατασκευή καρέκλων)].

Συνώνυμα:

Φλούδιν, Φλούιν (το)