Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βόρδακος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βόθρακος (ο βάτραχος).

Συνώνυμα:

Βόρθακος, Βόρτακος (ο)