Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γεραθκειά (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γεραδκειά (τα γεράματα, τα στερνά).

Συνώνυμα:

Γέρας (το)