Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γέραντρον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. δέντρο μεγάλης ηλικίας. 2. το καρακοζώητο δέντρο.

Συνώνυμα:

Ύλαντρον (το)