Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γερημία (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. ο κοινωνικός αποκλεισμός. 2. η μοναχικότητα. 3. το μπάχαλο.

Συνώνυμα:

Γερημιά (η)