Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γερμένος, -η, -ον »

Μετοχή

Σημασία:

1. ο γροθοκοπημένος. 2. βλ. γειρτός (1. ο γερμένος. 2. ο κεκαμμένος).