Σχετικά με την Polignosi
|
Χορηγοί
Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025
Η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
Εξειδικευμένη Αναζήτηση
Λήμματα (Α-Ω)
Σαν Σήμερα
Κυπριακή Διάλεκτος (Α-Ω)
Φώτο Γκάλερι
Αφιερώματα
Κοινόν Κυπρίων
Ογκολογικό Κέντρο
Πολιτιστικό Ίδρυμα
IDEA
SupportCY
Κουίζ
Γενικές γνώσεις
Γεωγραφία
Ιστορία
Πολιτισμός
Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Γερότσουρα (η) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. γερότσουρος (1. ηλικιωμένος τράγος. 2. μτφ. άσχημο επίθετο για ηλικιωμένους με γένια ή μούσι, αλλά και για ηλικιωμένους ιερωμένους).