Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γριππαρίσκω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. γλιππαρίσκω (1. ξεφεύγω από την απειλή. 2. μτφ. επιβιώνω σωματικά ή οικονομικά).

Συνώνυμα:

Γλιππάρω