Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γρουσός (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

1. βλ. γρουσάφιν (το χρυσάφι). 2. βλ. γρουσαφένος (ο χρυσαφένιος).

Συνώνυμα:

Χρουσάφιν (το), Χρουσαφένος, -η, -ον, Χρουσός, -ή, -όν