Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γρουσοφός (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ο χρυσοχόος.

Συνώνυμα:

Κκουγιουμτζ̌ής, Κουγιουμτζ̌ής, Χρυσοφός (ο)