Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γρύλλος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. ανελίφιν (1. είδος γρύλλου. 2. μηχανισμός που ανεβάζει αντικείμενα μεγάλου όγκου).

Συνώνυμα:

[πληθ. Ανελίφκια (τα)], Τσιρίπυλλος (ο)