Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γτάρμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γταρμαδκιά (η γρατζουνιά, η νυχιά).

Συνώνυμα:

Γτάρσιμον (το), Χταρμαδκιά (η), Χτάρμαν (το)