Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γυάλλα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η γυαλιστερή επιφάνεια από υπερβολικά παγωμένο νερό.

Συνώνυμα:

Γυαλλίτσα (η)