Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γυάλλουρος (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

βλ. γυαλλούρης (ο γαλανομάτης, αυτός που έχει γαλανά και γυαλιστερά μάτια).

Συνώνυμα:

Γυαλλούρα, Γυαλλουρού (η), Γυαλλουρίν (το)