Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δάβνη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η δάφνη

Ετυμολογία:

αρχ. δάφνη (η)

Συνώνυμα:

Δάμνα (η), Δάμνη (η)