Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δάνα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ειδικό πιθάρι με νερό για απόσταξη ζιβανίας.

Συνώνυμα:

Δάνη (η)