Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γιάομαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

ανάρπαστο.

Ετυμολογία:

Γιάομαν <τουρκ. yagma

Ειδικές φράσεις:

"Εγινήκαν γιάομαν τα σύκα"