Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γιρτίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. γιλτίζω (1. ενδίδω. 2. υποδουλώνομαι. 3. εξασθενίζω. 4. κάνω κάποιο να με πιστέψει).