Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γλυτζ̌ά (τα) (μόνο στον πληθυντικό) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. γλυκάδκια (τα γλυκάδια). 2. βλ. γλυτζ̌ύς (ο γλυκός).

Συνώνυμα:

Γλυτζ̌ειά (η), Γλυτζ̌ύν (το)