Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γλυφουρκάζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. γλυφουρίζω [1. αισθάνομαι πολύ την πείνα. 2. (στο γ πρόσωπο) για ελαφρώς αλμυρό νερό].