Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γλωσ̌σ̌ιάς (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γλωσ̌σ̌ιάρης (ο φλύαρος, ο λαλίστατος, ο φανφαρόνος).

Συνώνυμα:

Γλωσσού (η)