Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γούππος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βούππος (το "πιάτο" της ξύλινης πινακωτής για την τοποθέτηση του ζυμωμένου ψωμιού 2. Λάκκος για φύλαγμα γεωργικών εργαλείων).

Συνώνυμα:

βούππος (ο)