Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γουρσουλλίκκιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βουρσουλλίκκιν (1. η βουλιμία. 2. η απληστία. 3. η καντεμιά).