Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γαουρόδημμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. πολύ σφικτό και δυνατό δέσιμο. 2. ο ιδιαίτερος τρόπος δεσίματος του σχοινιού του γαϊδάρου.

Ετυμολογία:

γαούρι+δίννω

Συνώνυμα:

Γαουρόκομπος (ο)

Παροιμίες:

«κάλιον γαουρόδηννε παρά γαουρογύρευκε» (καλύτερα να δένεις καλά τον γαίδαρον σου παρά να λυθεί και να τον γυρεύεις)