Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Γάρος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γάαρος (1. ο γαϊδαρος. 2. υβριστικά ο αφιλότιμος, ο αγροίκος, ο αγενής).

Συνώνυμα:

Γάδαρος (ο), Γαούριν (το)