Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Δρωτάριν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. γρωτάριν (η δρωτσίλα, δερματοπάθεια με χαρακτηριστικό την εμφάνιση εξανθημάτων από τον ιδρώτα το καλοκαίρι).