Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Έβκαρμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

η αφαίρεση.

Ετυμολογία:

βκαίννω <βγαίνω

Συνώνυμα:

Έφκαρμαν (το)