Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Εβλήηκεν και Εβλήην »

Ρήμα

Σημασία:

στραμπούληξε (το πόδι ή το χέρι)

Ετυμολογία:

αόριστος ρ. βάλλομαι